ζωοποιῶν

ζωοποιῶν
ζωοποιέω
make alive
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ζωοποιέω 2
make alive
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ζωοποιός
creative of life
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζῳοποιῶν — ζῳοποιέω 1 pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՆԴԱՆԱՑՈՒՑԻՉ — (ցչի.) NBH 1 1087 Chronological Sequence: Unknown date, 7c ա. ζωοποιών vivificans. Որ կենդանացուցանէ. կենդանարար. կենսատու. *Կեանք է, եւ կենդանացուցիչ ամենայն կենդանեաց. Յճխ.: *Զկենդանացուցիչ եւ ամենազօր հոգիդ քո սուրբ: Ի փառս եւ ʼի պատիւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”